τριακοσιόχους

τριακοσιόχους
τρῐᾱκοσιόχους, ουν,
A bearing three-hundredfold, Str.16.1.14 (-σάχοα codd.).

Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • τριακοσιόχους — ή τριακοσιοντάχους, ουν, Α αυτός που περιέχει ποσότητα τρεις φορές μεγαλύτερη ή περισσότερη. [ΕΤΥΜΟΛ. < τριακόσιοι + χους (<χέω), πρβλ. πεντέ χους] …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”